ἐκφραστικός — descriptive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφραστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο ικανός να εκφράζει κάτι καλά. 2. που καθρεφτίζει έντονο ψυχικό κόσμο: Έχει εκφραστικά μάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκφραστικόν — ἐκφραστικός descriptive masc acc sg ἐκφραστικός descriptive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφραστικῆς — ἐκφραστικός descriptive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφραστική — ἐκφραστικός descriptive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφραστικήν — ἐκφραστικός descriptive fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφραστικῶς — ἐκφραστικός descriptive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
εμφαντικός — ή, ό (Α ἐμφαντικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καθιστά κάτι τελείως εμφανές, παραστατικός, εκφραστικός, εναργής 2. ζωηρός, έντονος, υπογραμμισμένος αρχ. 1. δηλωτικός, ενδεικτικός 2. εκφραστικός. επίρρ... εμφαντικώς, ά με τρόπο… … Dictionary of Greek
άπριγδα — ἄπριγδα επίρρ. (Α) απρίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικός, σύνθετος από α επιτατικό και πρίω «πριονίζω». Παράλληλος τ. απρίξ*] … Dictionary of Greek